- κεραμύλλιον
- κερᾰμ-ύλλιον, τό, Dim. of κεράμιον,A jar, IG11(2).161 C101 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.12.35 (iii B.C.), Inscr.Délos 442B179 (ii B.C.), Aq.Is.63.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραμύλλιον — κεραμύλλιον, τὸ (Α) μικρό κεραμίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + υποκορ. κατάλ. ύλλιον, πρβλ. ανθ ύλλιον, ζω ύλλιον] … Dictionary of Greek
κεραμύλλιον — jar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek